υποκαθιστώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υποκαθιστώ < υπο- + καθιστώ < ελληνιστική κοινή ὑποκαθίστημι με μεταπλασμό κατά το καθίστημι
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.po.ka.θiˈsto/
Ρήμα
υποκαθιστώ, πρτ.: υποκαθιστούσα, στ.μέλλ.: θα υποκαταστήσω, αόρ.: υποκατέστησα, παθ.φωνή: υποκαθίσταμαι, μτχ.π.π.: -
- τοποθετώ κάποιον ή κάτι στη θέση του άλλου
Συνώνυμα
Κλίση
→ λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
υποκαθιστώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.