αναλογισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναλογισμός οι αναλογισμοί
      γενική του αναλογισμού των αναλογισμών
    αιτιατική τον αναλογισμό τους αναλογισμούς
     κλητική αναλογισμέ αναλογισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναλογισμός < αρχαία ελληνική ἀναλογισμός

Ουσιαστικό

αναλογισμός αρσενικό

  1. στοχασμός, αναστοχασμός
  2. υπολογισμός
  3. (οικονομία) η εκτίμηση της επικινδυνότητας που παρουσιάζει η ασφάλιση κάποιου και ο υπολογισμός των ασφαλίστρων που απαιτείται να καταβληθούν

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.