αναλογιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναλογιστικός | η | αναλογιστική | το | αναλογιστικό |
| γενική | του | αναλογιστικού | της | αναλογιστικής | του | αναλογιστικού |
| αιτιατική | τον | αναλογιστικό | την | αναλογιστική | το | αναλογιστικό |
| κλητική | αναλογιστικέ | αναλογιστική | αναλογιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναλογιστικοί | οι | αναλογιστικές | τα | αναλογιστικά |
| γενική | των | αναλογιστικών | των | αναλογιστικών | των | αναλογιστικών |
| αιτιατική | τους | αναλογιστικούς | τις | αναλογιστικές | τα | αναλογιστικά |
| κλητική | αναλογιστικοί | αναλογιστικές | αναλογιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αναλογιστικός < αρχαία ελληνική ἀναλογιστικός
Επίθετο
αναλογιστικός
- (οικονομία) που έχει σχέση με τον αναλογιστή ή τον αναλογισμό, αναφέρεται σ’ αυτά ή γίνεται με αναλογισμό
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αναλογισμός, ανά και λόγος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.