αναλογιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αναλογιστής | οι | αναλογιστές |
| γενική | του | αναλογιστή | των | αναλογιστών |
| αιτιατική | τον | αναλογιστή | τους | αναλογιστές |
| κλητική | αναλογιστή | αναλογιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναλογιστής < αναλογισμός + -ιστής
Ουσιαστικό
αναλογιστής αρσενικό
- (επάγγελμα) ο επαγγελματίας που ασχολείται με τον αναλογισμό, δηλαδή την εκτίμηση της επικινδυνότητας που παρουσιάζει η ασφάλιση κάποιου και τον υπολογισμό των ασφαλίστρων που απαιτείται να καταβληθούν
- Στη δημιουργία Μητρώου Αναλογιστών προχωρά η Διεύθυνση Πιστωτικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του υπουργείου Οικονομικών και στο πλαίσιο αυτό καλεί τους αναλογιστές να προσκομίσουν να προσκομίσουν τα απαραίτητα δικαιολογητικά μέχρι τις 5 Ιουλίου ώστε να ενταχθούν στο εν λόγω Μητρώο. (*)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αναλογισμός, ανά και λόγος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.