recycling
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
- η ανακύκλωση, η διαδικασία επαναχρησιμοποίησης διάφορων υλικών αγαθών
- ↪ recyling waste - η ανακύκλωση των απορριμμάτων
- ↪ paper/metal/plastic recyling plant - εργοστάσιο ανακύκλωσης χαρτιού/μετάλλων/πλαστικού
-
recycling στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.