ανακύκληση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανακύκληση | οι | ανακυκλήσεις |
| γενική | της | ανακύκλησης* | των | ανακυκλήσεων |
| αιτιατική | την | ανακύκληση | τις | ανακυκλήσεις |
| κλητική | ανακύκληση | ανακυκλήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ανακυκλήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανακύκληση < αρχαία ελληνική ἀνακύκλησις < ἀνακυκλέω (3. (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική recycling)
Ουσιαστικό
ανακύκληση θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.