επαναχρησιμοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επαναχρησιμοποίηση | οι | επαναχρησιμοποιήσεις |
| γενική | της | επαναχρησιμοποίησης | των | επαναχρησιμοποιήσεων |
| αιτιατική | την | επαναχρησιμοποίηση | τις | επαναχρησιμοποιήσεις |
| κλητική | επαναχρησιμοποίηση | επαναχρησιμοποιήσεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επαναχρησιμοποίηση < επανα- + χρησιμοποίηση
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pa.na.xɾi.si.moˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πα‐να‐χρη‐σι‐μο‐ποί‐η‐ση
Ουσιαστικό
επαναχρησιμοποίηση θηλυκό
- (νεολογισμός) η εκ νέου χρησιμοποίηση
- ※ Προάγεται η επαναχρησιμοποίηση, ως ένα από τα βασικά μέτρα πρόληψης στη δημιουργία αποβλήτων. Για τον σκοπό αυτό δημιουργούνται Κέντρα Δημιουργικής Επαναχρησιμοποίησης Υλικών (ΚΔΕΥ) στους Δήμους. (Ανακύκλωση: Σε δημόσια διαβούλευση το νομοσχέδιο, Το Βήμα, 19 Νοεμβρίου 2020)
Συγγενικά
- επαναχρησιμοποιώ
Πηγές
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.