επαναχρησιμοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επαναχρησιμοποίηση οι επαναχρησιμοποιήσεις
      γενική της επαναχρησιμοποίησης των επαναχρησιμοποιήσεων
    αιτιατική την επαναχρησιμοποίηση τις επαναχρησιμοποιήσεις
     κλητική επαναχρησιμοποίηση επαναχρησιμοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επαναχρησιμοποίηση < επανα- + χρησιμοποίηση

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pa.na.xɾi.si.moˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επαναχρησιμοποίηση

Ουσιαστικό

επαναχρησιμοποίηση θηλυκό

Συγγενικά

  • επαναχρησιμοποιώ

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 11068027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.