ρεβιζιονισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρεβιζιονισμός οι ρεβιζιονισμοί
      γενική του ρεβιζιονισμού των ρεβιζιονισμών
    αιτιατική τον ρεβιζιονισμό τους ρεβιζιονισμούς
     κλητική ρεβιζιονισμέ ρεβιζιονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρεβιζιονισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική révisionnisme[1]

Ουσιαστικό

ρεβιζιονισμός αρσενικό

  • κάθε τάση αναθεώρησης φιλοσοφικών ιδεών
  • (ειδικότερα) η τάση αναθεώρησης των μαρξιστικών αρχών, η οποία τάσσεται υπέρ των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων έναντι των επαναστατικών δράσεων.

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.