αναδρομικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναδρομικότητα οι αναδρομικότητες
      γενική της αναδρομικότητας των αναδρομικοτήτων
    αιτιατική την αναδρομικότητα τις αναδρομικότητες
     κλητική αναδρομικότητα αναδρομικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναδρομικότητα < αναδρομικός

Ουσιαστικό

αναδρομικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.