ανασκόπηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανασκόπηση | οι | ανασκοπήσεις |
| γενική | της | ανασκόπησης* | των | ανασκοπήσεων |
| αιτιατική | την | ανασκόπηση | τις | ανασκοπήσεις |
| κλητική | ανασκόπηση | ανασκοπήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ανασκοπήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανασκόπηση < (ελληνιστική κοινή) άνασκόπησις < αρχαία ελληνική άνασκοπέω, -ῶ
Ουσιαστικό
ανασκόπηση θηλυκό
- η σύντομη επανεξέταση και παρουσίαση των σημαντικότερων στοιχείων ενός συνόλου, κυρίως γεγονότων του παρελθόντος
- ανασκόπηση των σημαντικότερων ειδήσεων της ημέρας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.