σώμα συνάρτησης
Νέα ελληνικά (el)
Πολυλεκτικός όρος
σώμα συνάρτησης
- (πληροφορική) ακολουθεί μετά την επικεφαλίδα της συνάρτησης, όταν αυτή ορίζεται και περιέχει τον κώδικα με τις εντολές (συμπεριλαμβανομένων και των κλήσεων σε άλλες συναρτήσεις) που εκτελεί η συνάρτηση[1]
- Ο όρος σώμα χρησιμοποιείται αντίστοιχα και για το υποπρόγραμμα, όπως και για τη μέθοδο στις αντικειμενοστρεφείς γλώσσες προγραμματισμού
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
σώμα συνάρτησης
- «Εισαγωγή στις γλώσσες προγραμματισμού με τη γλώσσα C», σελ. 85-89, Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. πρόσβαση:27/09/2019
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.