αναδεικνύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναδεικνύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναδεικνύω (παρουσιάζω, ελληνιστική σημασία: ανακηρύσωω) [1] < ἀνα- (ανα-) + δεικνύω / δείκνυμι
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.na.ðiˈkni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐δει‐κνύ‐ω
Ρήμα
αναδεικνύω, αόρ.: ανέδειξα/ανάδειξα, παθ.φωνή: αναδεικνύομαι, π.αόρ.: αναδείχτηκα/αναδείχθηκα, μτχ.π.π.: αναδεδειγμένος/αναδειγμένος
- προβάλλω, τονίζω, δίνω έμφαση, υπογραμμίζω
- ↪ Έβαλε μια φούστα μίνι που αναδεικνύει τα πόδια της.
- συμβάλλω στην ανέλιξη, τη διάκριση
- ↪ Ο ρόλος αυτός τον ανέδειξε ως κορυφαίο κωμικό ηθοποιό.
- ↪ Με βάση τα στοιχεία του 2021 αναδεικνύεται ο όμιλος που στο διάστημα αυτό πέτυχε αύξηση των εσόδων του πάνω από 100%.
- επιλέγω, εκλέγω, διορίζω, αναγορεύω
Συγγενικά
- αναδεδειγμένος
- αναδειγμένος
- αναδεικτικός
- ανάδειξη
- → δείτε τη λέξη δείχνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναδεικνύω | αναδείκνυα | θα αναδεικνύω | να αναδεικνύω | αναδεικνύοντας | |
| β' ενικ. | αναδεικνύεις | αναδείκνυες | θα αναδεικνύεις | να αναδεικνύεις | αναδείκνυε | |
| γ' ενικ. | αναδεικνύει | αναδείκνυε | θα αναδεικνύει | να αναδεικνύει | ||
| α' πληθ. | αναδεικνύουμε | αναδεικνύαμε | θα αναδεικνύουμε | να αναδεικνύουμε | ||
| β' πληθ. | αναδεικνύετε | αναδεικνύατε | θα αναδεικνύετε | να αναδεικνύετε | αναδεικνύετε | |
| γ' πληθ. | αναδεικνύουν(ε) | αναδείκνυαν αναδεικνύαν(ε) |
θα αναδεικνύουν(ε) | να αναδεικνύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανέδειξα | θα αναδείξω | να αναδείξω | αναδείξει | ||
| β' ενικ. | ανέδειξες | θα αναδείξεις | να αναδείξεις | ανάδειξε | ||
| γ' ενικ. | ανέδειξε | θα αναδείξει | να αναδείξει | |||
| α' πληθ. | αναδείξαμε | θα αναδείξουμε | να αναδείξουμε | |||
| β' πληθ. | αναδείξατε | θα αναδείξετε | να αναδείξετε | αναδείξτε | ||
| γ' πληθ. | ανέδειξαν αναδείξαν(ε) |
θα αναδείξουν(ε) | να αναδείξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αναδείξει | είχα αναδείξει | θα έχω αναδείξει | να έχω αναδείξει | ||
| β' ενικ. | έχεις αναδείξει | είχες αναδείξει | θα έχεις αναδείξει | να έχεις αναδείξει | ||
| γ' ενικ. | έχει αναδείξει | είχε αναδείξει | θα έχει αναδείξει | να έχει αναδείξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναδείξει | είχαμε αναδείξει | θα έχουμε αναδείξει | να έχουμε αναδείξει | ||
| β' πληθ. | έχετε αναδείξει | είχατε αναδείξει | θα έχετε αναδείξει | να έχετε αναδείξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναδείξει | είχαν αναδείξει | θα έχουν αναδείξει | να έχουν αναδείξει |
| |
Παθητικοί εξαρτημένοι τύποι: αναδειχτώ & αναδειχθώ - παθητικοί αόριστοι: αναδείχτηκα & αναδείχθηκα
- → λείπει η κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναδεικνύομαι | αναδεικνυόμουν(α) | θα αναδεικνύομαι | να αναδεικνύομαι | αναδεικνυόμενος | |
| β' ενικ. | αναδεικνύεσαι | αναδεικνυόσουν(α) | θα αναδεικνύεσαι | να αναδεικνύεσαι | ||
| γ' ενικ. | αναδεικνύεται | αναδεικνυόταν(ε) | θα αναδεικνύεται | να αναδεικνύεται | ||
| α' πληθ. | αναδεικνυόμαστε | αναδεικνυόμαστε αναδεικνυόμασταν |
θα αναδεικνυόμαστε | να αναδεικνυόμαστε | ||
| β' πληθ. | αναδεικνύεστε | αναδεικνυόσαστε αναδεικνυόσασταν |
θα αναδεικνύεστε | να αναδεικνύεστε | αναδεικνύεστε | |
| γ' πληθ. | αναδεικνύονται | αναδεικνύονταν αναδεικνυόντουσαν |
θα αναδεικνύονται | να αναδεικνύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αναδείχθηκα | θα αναδειχθώ | να αναδειχθώ | αναδειχθεί | ||
| β' ενικ. | αναδείχθηκες | θα αναδειχθείς | να αναδειχθείς | αναδείξου | ||
| γ' ενικ. | αναδείχθηκε | θα αναδειχθεί | να αναδειχθεί | |||
| α' πληθ. | αναδειχθήκαμε | θα αναδειχθούμε | να αναδειχθούμε | |||
| β' πληθ. | αναδειχθήκατε | θα αναδειχθείτε | να αναδειχθείτε | αναδειχθείτε | ||
| γ' πληθ. | αναδείχθηκαν αναδειχθήκαν(ε) |
θα αναδειχθούν(ε) | να αναδειχθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αναδειχθεί | είχα αναδειχθεί | θα έχω αναδειχθεί | να έχω αναδειχθεί | αναδεδειγμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αναδειχθεί | είχες αναδειχθεί | θα έχεις αναδειχθεί | να έχεις αναδειχθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αναδειχθεί | είχε αναδειχθεί | θα έχει αναδειχθεί | να έχει αναδειχθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναδειχθεί | είχαμε αναδειχθεί | θα έχουμε αναδειχθεί | να έχουμε αναδειχθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αναδειχθεί | είχατε αναδειχθεί | θα έχετε αναδειχθεί | να έχετε αναδειχθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναδειχθεί | είχαν αναδειχθεί | θα έχουν αναδειχθεί | να έχουν αναδειχθεί | ||
Μεταφράσεις
προβάλλω, συμβάλλω στην εξέλιξη
Αναφορές
- αναδεικνύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.