αναδείχνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναδείχνω < αρχαία ελληνική ἀναδεικνύω, με μεταβολή της κατάληξης στη δημοτική γλώσσα, κατά το δεικνύω > δείχνω[1]
Μεταφράσεις
αναδείχνω
|
→ δείτε τη λέξη αναδεικνύω |
Αναφορές
- αναδείχνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.