ανέλιξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανέλιξη οι ανελίξεις
      γενική της ανέλιξης* των ανελίξεων
    αιτιατική την ανέλιξη τις ανελίξεις
     κλητική ανέλιξη ανελίξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανελίξεως
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανέλιξη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνέλιξις < αρχαία ελληνική ἀνελίσσω (ξετυλίγω) < ἀνά + ἑλίσσω & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική évolution [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈne.li.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανέλιξη

Ουσιαστικό

ανέλιξη θηλυκό

  1. συνεχής εξέλιξη (ανεξάρτητα από τη θετική ή αρνητική κατεύθυνση), εκτύλιξη, ξετύλιγμα
  2. (μεταφορικά) εξέλιξη, πρόοδος
  3. (μαθηματικά) συνάρτηση που έχει ως όρισμα το χρόνο (ή άλλο μέγεθος)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.