αναγορεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναγορεύω < αρχαία ελληνική ἀναγορεύω < ἀγορεύω < ἀγορά < ἀγείρω
Ρήμα
αναγορεύω
- απονέμω τίτλο ή αξίωμα στο πλαίσιο κάποιας τελετής
- ↪ θεμελιώδης αρχή του πολιτεύματος είναι να αναγορεύει ο λαός τους άρχοντές του
- (μεταφ.) χρίζω κάτι ή κάποιον, ανακηρύσσω
- ↪ τεχνολογία, κεφάλαιο, ανθρώπινο κεφάλαιο, υποδομές και οργάνωση έχουν αναγορευθεί σε καθοριστικά μεγέθη του ανταγωνισμού
- κατηγορώ άδικα
Συνώνυμα
Συγγενικά
- αναγορευμένος
- αναγόρευση
- αναγορεύσιμος
- αναγορευτικός
- → δείτε τις λέξεις αγορεύω και αγορά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναγορεύω | αναγόρευα | θα αναγορεύω | να αναγορεύω | αναγορεύοντας | |
| β' ενικ. | αναγορεύεις | αναγόρευες | θα αναγορεύεις | να αναγορεύεις | αναγόρευε | |
| γ' ενικ. | αναγορεύει | αναγόρευε | θα αναγορεύει | να αναγορεύει | ||
| α' πληθ. | αναγορεύουμε | αναγορεύαμε | θα αναγορεύουμε | να αναγορεύουμε | ||
| β' πληθ. | αναγορεύετε | αναγορεύατε | θα αναγορεύετε | να αναγορεύετε | αναγορεύετε | |
| γ' πληθ. | αναγορεύουν(ε) | αναγόρευαν αναγορεύαν(ε) |
θα αναγορεύουν(ε) | να αναγορεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αναγόρευσα | θα αναγορεύσω | να αναγορεύσω | αναγορεύσει | ||
| β' ενικ. | αναγόρευσες | θα αναγορεύσεις | να αναγορεύσεις | αναγόρευσε | ||
| γ' ενικ. | αναγόρευσε | θα αναγορεύσει | να αναγορεύσει | |||
| α' πληθ. | αναγορεύσαμε | θα αναγορεύσουμε | να αναγορεύσουμε | |||
| β' πληθ. | αναγορεύσατε | θα αναγορεύσετε | να αναγορεύσετε | αναγορεύστε | ||
| γ' πληθ. | αναγόρευσαν αναγορεύσαν(ε) |
θα αναγορεύσουν(ε) | να αναγορεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αναγορεύσει | είχα αναγορεύσει | θα έχω αναγορεύσει | να έχω αναγορεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αναγορεύσει | είχες αναγορεύσει | θα έχεις αναγορεύσει | να έχεις αναγορεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αναγορεύσει | είχε αναγορεύσει | θα έχει αναγορεύσει | να έχει αναγορεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναγορεύσει | είχαμε αναγορεύσει | θα έχουμε αναγορεύσει | να έχουμε αναγορεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αναγορεύσει | είχατε αναγορεύσει | θα έχετε αναγορεύσει | να έχετε αναγορεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναγορεύσει | είχαν αναγορεύσει | θα έχουν αναγορεύσει | να έχουν αναγορεύσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.