αναβαλλόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναβαλλόμενος | η | αναβαλλόμενη | το | αναβαλλόμενο |
| γενική | του | αναβαλλόμενου | της | αναβαλλόμενης | του | αναβαλλόμενου |
| αιτιατική | τον | αναβαλλόμενο | την | αναβαλλόμενη | το | αναβαλλόμενο |
| κλητική | αναβαλλόμενε | αναβαλλόμενη | αναβαλλόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναβαλλόμενοι | οι | αναβαλλόμενες | τα | αναβαλλόμενα |
| γενική | των | αναβαλλόμενων | των | αναβαλλόμενων | των | αναβαλλόμενων |
| αιτιατική | τους | αναβαλλόμενους | τις | αναβαλλόμενες | τα | αναβαλλόμενα |
| κλητική | αναβαλλόμενοι | αναβαλλόμενες | αναβαλλόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αναβαλλόμενος <
- μετοχή παθητικού παρακειμένου αναβάλλω
- ελληνιστική ἀναβαλλόμενος < από την έκφραση "ἀκούω (ή ψέλνω) τὸν ἀναβαλλόμενο" < από τη μη σημασιολογικά συγγενή λέξη "ἀναβαλλόμενος" που υπάρχει στην αρχή του εκτεταμένου ψαλμού 103 « Τῷ Δαυῒδ » (εξ αιτίας της μεγάλης χρονικής διάρκειας του ψαλμού).
- Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον. Κύριε ὁ Θεός μου, ἐμεγαλύνθης σφόδρα, ἐξομολόγησιν καὶ μεγαλοπρέπειαν ἐνεδύσω ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον...
Εκφράσεις
του ψέλνει τον αναβαλλόμενο : τον επιπλήττει αυστηρά για πολλή ώρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.