ψαλμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψαλμός οι ψαλμοί
      γενική του ψαλμού των ψαλμών
    αιτιατική τον ψαλμό τους ψαλμούς
     κλητική ψαλμέ ψαλμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψαλμός < (ελληνιστική κοινή) ψαλμός < αρχαία ελληνική ψάλλω

Ουσιαστικό

ψαλμός αρσενικό

  1. η ψαλμωδία αυτή καθαυτή, το ψάλσιμο
  2. το μελοποιημένο θρησκευτικό ποίημα ή ύμνος γενικά

Εκφράσεις

  • Κοντός ψαλμός, αλληλούια: όπου να 'ναι θα ξέρουμε, τελειώνει το ζήτημα, περιττό να συζητάμε (ή επειδή η λέξη αλληλούια νοείται ως ο συντομότερος δυνατόν ψαλμός ή επειδή στους σύντομους ψαλμούς, δεν αργεί και το αλληλούια, ο επίλογος, ίσως συγκεκριμένα από τη νεκρώσιμη ακολουθία που έχει πάντα βραχείς ψαλμούς)

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ψαλμός οἱ ψαλμοί
      γενική τοῦ ψαλμοῦ τῶν ψαλμῶν
      δοτική τῷ ψαλμ τοῖς ψαλμοῖς
    αιτιατική τὸν ψαλμόν τοὺς ψαλμούς
     κλητική ! ψαλμέ ψαλμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψαλμώ
γεν-δοτ τοῖν  ψαλμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψαλμός < ψάλλω

Ουσιαστικό

ψαλμός αρσενικό

  1. ψαλμός, τραγούδι, ωδή
  2. ήχος κιθάρας
  3. άσμα για κιθάρα
  4. το ισχυρό άγγιγμα με τα δάχτυλα, το τέντωμα με τα δάχτυλα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.