άνω κάτω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

άνω κάτω <  δείτε τις λέξεις άνω και κάτω

Επίρρημα

άνω κάτω

  1. σε γενική ακαταστασία
  2. σε μεγάλη αναστάτωση
      Αυτή η γυναίκα με δυο φράσεις τον είχε φέρει άνω κάτω. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.