ξεκούραση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ξεκούραση | ||
| γενική | της | ξεκούρασης | ||
| αιτιατική | την | ξεκούραση | ||
| κλητική | ξεκούραση | |||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ξεκούραση θηλυκό
Συνώνυμα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.