ανάπαυλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανάπαυλα | οι | ανάπαυλες |
| γενική | της | ανάπαυλας | των | ανάπαυλων |
| αιτιατική | την | ανάπαυλα | τις | ανάπαυλες |
| κλητική | ανάπαυλα | ανάπαυλες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανάπαυλα < αρχαία ελληνική ἀνάπαυλα. Συγχρονικά αναλύεται σε ανά- + παύλα
Ουσιαστικό
ανάπαυλα θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.