ανάμικτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανάμικτος | η | ανάμικτη | το | ανάμικτο |
| γενική | του | ανάμικτου | της | ανάμικτης | του | ανάμικτου |
| αιτιατική | τον | ανάμικτο | την | ανάμικτη | το | ανάμικτο |
| κλητική | ανάμικτε | ανάμικτη | ανάμικτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανάμικτοι | οι | ανάμικτες | τα | ανάμικτα |
| γενική | των | ανάμικτων | των | ανάμικτων | των | ανάμικτων |
| αιτιατική | τους | ανάμικτους | τις | ανάμικτες | τα | ανάμικτα |
| κλητική | ανάμικτοι | ανάμικτες | ανάμικτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανάμικτος < (ελληνιστική κοινή) ἀνάμικτος < ἀνά και μίγνυμι
Επίθετο
ανάμικτος (& ανάμεικτος & ανάμιχτος & ανάμειχτος)
- που δεν αποτελείται από ένα στοιχείο (ουσιών, χρωμάτων, συναισθημάτων, τροφίμων) αλλά από παραπάνω, που είναι ανακατεμένος, όχι απαραιτήτως με δυσάρεστη έννοια όπως συνήθως το ανάκατος
- Παγωγό παρφέ, ανάμικτο με κρέμα και φουντούκια και κομμάτια φρούτων και σοκολάτα
- Χυμός ανάμικτος, Σαλάτα ανάμικτη
- ασαφής, που προκαλεί σύγχυση, με στοιχεία αντικρουόμενα, αλληλοσυγκρουόμενα, αντιφατικά
- Ανάμικτα ήταν τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα για τη μεταποίηση στην Κίνα τον Μάρτιο, με τον δείκτη PMI που δημοσιεύει η HSBC να υποδεικνύει περαιτέρω εξασθένηση της δραστηριότητας, σε αντίθεση με τον επίσημο PMI που έδειξε επέκταση.
- Τα συναισθήματά του ήταν ανάμικτα και ένιωθε σύγχυση
- νοθευμένος (σπάνια χρήση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.