ανάμειχτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανάμειχτος | η | ανάμειχτη | το | ανάμειχτο |
| γενική | του | ανάμειχτου | της | ανάμειχτης | του | ανάμειχτου |
| αιτιατική | τον | ανάμειχτο | την | ανάμειχτη | το | ανάμειχτο |
| κλητική | ανάμειχτε | ανάμειχτη | ανάμειχτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανάμειχτοι | οι | ανάμειχτες | τα | ανάμειχτα |
| γενική | των | ανάμειχτων | των | ανάμειχτων | των | ανάμειχτων |
| αιτιατική | τους | ανάμειχτους | τις | ανάμειχτες | τα | ανάμειχτα |
| κλητική | ανάμειχτοι | ανάμειχτες | ανάμειχτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανάμειχτος < ανάμεικτος
Μεταφράσεις
ανάμειχτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.