mixed
Αγγλικά (en)
Επίθετο
| παραθετικά | |
| θετικός | mixed |
| συγκριτικός | more mixed |
| υπερθετικός | most mixed |
mixed (en)
- μικτός, που αποτελείται από δύο ή περισσότερα διαφορετικά στοιχεία
- ↪ a mixed number - μεικτός αριθμός
- ανάμικτος, που έχει και καλές και κακές ιδιότητες ή συναισθήματα
- ↪ a mixed reception - ανάμικτη υποδοχή (πχ με επευφημίες και αποδοκιμασίες)
- ↪ I am having mixed feelings about something.
- Έχω ανάμικτα αισθήματα για κάτι.
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) ανάμικτος, μικτός, που αποτελείται από διαφορετικά είδη ανθρώπων, για παράδειγμα, άτομα από διαφορετικές φυλές και πολιτισμούς
- ↪ The village’s mixed population has locals and refugees.
- Ο πληθυσμός του χωριού είναι ανάμεικτος από ντόπιους και πρόσφυγες.
- ↪ a mixed marriage - μεικτός γάμος
- ↪ The village’s mixed population has locals and refugees.
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) ανάμικτος, που αποτελείται από διαφορετικούς τύπους του ίδιου πράγματος
- ↪ a mixed salad - ανάμικτη σαλάτα
- ↪ ice cream mixed with vanilla and chocolate - παγωτό ανάμεικτο με βανίλια και σοκολάτα
- (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) μικτός, και για άντρες και για γυναίκες
- ↪ a mixed school - μικτό σχολείο
- ↪ mixed restrooms - μεικτά λουτρά
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.