ανάκριση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανάκριση οι ανακρίσεις
      γενική της ανάκρισης* των ανακρίσεων
    αιτιατική την ανάκριση τις ανακρίσεις
     κλητική ανάκριση ανακρίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανακρίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανάκριση < αρχαία ελληνική ἀνάκρισις < ἀνακρίνω + -ση < κρίνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *krey-

Ουσιαστικό

ανάκριση θηλυκό

  1. (νομικός όρος) η εξέταση κάποιου από τις δικαστικές και αστυνομικές αρχές, συνήθως σε κάποιο προκαταρκτικό στάδιο
  2. (κατ’ επέκταση) το γραφείο ή η υπηρεσία όπου γίνεται η παραπάνω διαδικασία
  3. (κατ’ επέκταση) επίμονος τρόπος αναζήτησης της αλήθειας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.