ανάκριση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανάκριση | οι | ανακρίσεις |
| γενική | της | ανάκρισης* | των | ανακρίσεων |
| αιτιατική | την | ανάκριση | τις | ανακρίσεις |
| κλητική | ανάκριση | ανακρίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ανακρίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανάκριση < αρχαία ελληνική ἀνάκρισις < ἀνακρίνω + -ση < κρίνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *krey-
Ουσιαστικό
ανάκριση θηλυκό
- (νομικός όρος) η εξέταση κάποιου από τις δικαστικές και αστυνομικές αρχές, συνήθως σε κάποιο προκαταρκτικό στάδιο
- (κατ’ επέκταση) το γραφείο ή η υπηρεσία όπου γίνεται η παραπάνω διαδικασία
- (κατ’ επέκταση) επίμονος τρόπος αναζήτησης της αλήθειας
Μεταφράσεις
ανάκριση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.