instruction

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɪnˈstɹʌkʃən/
 

Ουσιαστικό

instruction (en)

  1. οδηγία
  2. (πληροφορική) εντολή ή ομάδα εντολών στη γλώσσα μηχανής που εκτελεί κάποια απλή λειτουργία στη κεντρική μονάδα επεξεργασίας
    Δείτε επίσης: command, statement

  • instruction στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια



Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

instruction (fr)

  1. η οδηγία
  2. η ανάκριση
  3. η παιδεία, η εκπαίδευση, η μόρφωση, η διαφώτιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.