ἀνάκρισις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἀνάκρισῐς | αἱ | ἀνακρίσεις |
| γενική | τῆς | ἀνακρίσεως | τῶν | ἀνακρίσεων |
| δοτική | τῇ | ἀνακρίσει | ταῖς | ἀνακρίσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | ἀνάκρισῐν | τὰς | ἀνακρίσεις |
| κλητική ὦ! | ἀνάκρισῐ | ἀνακρίσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀνακρίσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀνακρισέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ἀνάκρισις
- (ποιητικός τύπος) ἄγκρισις
Πηγές
- ἀνάκρισις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀνάκρισις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.