αναβλάστηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναβλάστηση οι αναβλαστήσεις
      γενική της αναβλάστησης* των αναβλαστήσεων
    αιτιατική την αναβλάστηση τις αναβλαστήσεις
     κλητική αναβλάστηση αναβλαστήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναβλαστήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναβλάστηση < (ελληνιστική κοινή) ἀναβλάστησις

Ουσιαστικό

αναβλάστηση θηλυκό

  1. (βοτανική) η εκ νέου βλάστηση
  2. (μεταφορικά) αναγέννηση

Συγγενικά

  •  δείτε τις λέξεις αναβλασταίνω και βλαστός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.