αναβλάστηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναβλάστηση | οι | αναβλαστήσεις |
| γενική | της | αναβλάστησης* | των | αναβλαστήσεων |
| αιτιατική | την | αναβλάστηση | τις | αναβλαστήσεις |
| κλητική | αναβλάστηση | αναβλαστήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αναβλαστήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναβλάστηση < (ελληνιστική κοινή) ἀναβλάστησις
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αναβλασταίνω και βλαστός
Μεταφράσεις
αναβλάστηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.