αμφιθέατρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αμφιθέατρο | τα | αμφιθέατρα |
| γενική | του | αμφιθεάτρου & αμφιθέατρου |
των | αμφιθεάτρων |
| αιτιατική | το | αμφιθέατρο | τα | αμφιθέατρα |
| κλητική | αμφιθέατρο | αμφιθέατρα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αμφιθέατρο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀμφιθέατρον.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε αμφι- + θέατρο
- αίθουσα διδασκαλίας < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική amphithéâtre < λατινική amphitheatrum < ελληνιστική κοινή ἀμφιθέατρον
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɱ.fiˈθe.a.tɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αμ‐φι‐θέ‐α‐τρο
Ουσιαστικό

το αρχαίο αμφιθέατρο στη Δωδώνη
αμφιθέατρο ουδέτερο
- θέατρο με καθίσματα σε κλιμακωτή διάταξη και τοποθετημένα σε ημικύκλιο απέναντι από τη σκηνή ή και γύρω από αυτή, ώστε να παρακολουθούν τα δρώμενα στη σκηνή όλοι οι θεατές χωρίς δυσκολία
- (γενικότερα) η αίθουσα διδασκαλίας, συναυλιών, συνεδρίων που έχει καθίσματα σε κλιμακωτή διάταξη
- ※ Έφτασα την ημέρα που έδινε τη διάλεξή του για μένα στο μεγάλο αμφιθέατρο του πανεπιστημίου της Αρτόνα. (Βασίλης Βασιλικός, Ο ελληνιστής)
- (συνεκδοχικά) το σύνολο των θεατών ή ακροατών σε ένα αμφιθέατρο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αμφιθέατρο
Αναφορές
- αμφιθέατρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.