αμμωνία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αμμωνία | οι | αμμωνίες |
| γενική | της | αμμωνίας | των | αμμωνιών |
| αιτιατική | την | αμμωνία | τις | αμμωνίες |
| κλητική | αμμωνία | αμμωνίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αμμωνία < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική ammonia < λατινική ammoniacus < αρχαία ελληνική ἀμμωνιακός < Ἄμμων < αρχαία αιγυπτιακή
(jmn)![M17 [i] i](../I/hiero_M17.png.webp)
![Y5 [mn] mn](../I/hiero_Y5.png.webp)
![N35 [n] n](../I/hiero_N35.png.webp)

Ουσιαστικό
αμμωνία θηλυκό
Συνώνυμα
- αζάνιο
- αζίδιο του υδρογόνου
Συγγενικά
- Άμμων
- Αμμώνειο
- αμμωνιακό
- αμμωνιακός
- αμμώνιο
- αμμωνιούχος
- αμμωνίτης
- αμμωνοειδή
- → δείτε τις λέξεις βιταμίνη και αμίνη
-
αμμωνία στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.