αμμωνία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμμωνία οι αμμωνίες
      γενική της αμμωνίας των αμμωνιών
    αιτιατική την αμμωνία τις αμμωνίες
     κλητική αμμωνία αμμωνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμμωνία < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική ammonia < λατινική ammoniacus < αρχαία ελληνική ἀμμωνιακός < Ἄμμων < αρχαία αιγυπτιακή
imn
n
A40
(jmn)

Ουσιαστικό

αμμωνία θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.