αμμωνιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμμωνιακός | η | αμμωνιακή | το | αμμωνιακό |
| γενική | του | αμμωνιακού | της | αμμωνιακής | του | αμμωνιακού |
| αιτιατική | τον | αμμωνιακό | την | αμμωνιακή | το | αμμωνιακό |
| κλητική | αμμωνιακέ | αμμωνιακή | αμμωνιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμμωνιακοί | οι | αμμωνιακές | τα | αμμωνιακά |
| γενική | των | αμμωνιακών | των | αμμωνιακών | των | αμμωνιακών |
| αιτιατική | τους | αμμωνιακούς | τις | αμμωνιακές | τα | αμμωνιακά |
| κλητική | αμμωνιακοί | αμμωνιακές | αμμωνιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αμμωνιακός, -ή, -ό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.