αμμωνιούχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμμωνιούχος η αμμωνιούχα το αμμωνιούχο
      γενική του αμμωνιούχου της αμμωνιούχας του αμμωνιούχου
    αιτιατική τον αμμωνιούχο την αμμωνιούχα το αμμωνιούχο
     κλητική αμμωνιούχε αμμωνιούχα αμμωνιούχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμμωνιούχοι οι αμμωνιούχες τα αμμωνιούχα
      γενική των αμμωνιούχων των αμμωνιούχων των αμμωνιούχων
    αιτιατική τους αμμωνιούχους τις αμμωνιούχες τα αμμωνιούχα
     κλητική αμμωνιούχοι αμμωνιούχες αμμωνιούχα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμμωνιούχος < αμμώνιο + -ούχος

Επίθετο

αμμωνιούχος, -α, -ο

  • (χημεία): χημική ένωση που φέρει στο μόριό της διάτομο αμμωνίου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.