Ἄμμων

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἄμμων
      γενική τοῦ Ἄμμωνος
      δοτική τῷ Ἄμμων
    αιτιατική τὸν Ἄμμων
     κλητική ! Ἄμμων
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἄμμων < (άμεσο δάνειο) αρχαία αιγυπτιακή
imn
n
A40
(jmn)

Κύριο όνομα

Ἄμμων, -ωνος αρσενικό

  1. (θεωνύμιο) ο αιγύπτιος θεός Άμμων
    Ἀμμοῦν
  2. βασιλιάς της Λιβύης
  3. ποταμός της Χαλκιδικής
  4. (θηλυκό) πρωτεύουσα της αφρικανικής χώρας Αμμωνίας (στη Λιβύη)

Συγγενικά

Αλλόγλωσσα παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.