Ἄμμων
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ἄμμων | ||
| γενική | τοῦ | Ἄμμωνος | ||
| δοτική | τῷ | Ἄμμωνῐ | ||
| αιτιατική | τὸν | Ἄμμωνᾰ | ||
| κλητική ὦ! | Ἄμμων | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ἄμμων < (άμεσο δάνειο) αρχαία αιγυπτιακή
(jmn)![M17 [i] i](../I/hiero_M17.png.webp)
![Y5 [mn] mn](../I/hiero_Y5.png.webp)
![N35 [n] n](../I/hiero_N35.png.webp)

Κύριο όνομα
Ἄμμων, -ωνος αρσενικό
- (θεωνύμιο) ο αιγύπτιος θεός Άμμων
- βασιλιάς της Λιβύης
- ποταμός της Χαλκιδικής
- (θηλυκό) πρωτεύουσα της αφρικανικής χώρας Αμμωνίας (στη Λιβύη)
Συγγενικά
- νέα ελληνική: → δείτε τις λέξεις αμμωνία, βιταμίνη και αμίνη
Πηγές
- Ἄμμων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἄμμων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.