αμέτρητα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αμέτρητα < αμέτρητος +

Επίρρημα

αμέτρητα

  1. χωρίς να τον έχουν μετρήσει
  2. σε μεγάλο βαθμό
  3. έντονα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.