αρίφνητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρίφνητος η αρίφνητη το αρίφνητο
      γενική του αρίφνητου της αρίφνητης του αρίφνητου
    αιτιατική τον αρίφνητο την αρίφνητη το αρίφνητο
     κλητική αρίφνητε αρίφνητη αρίφνητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρίφνητοι οι αρίφνητες τα αρίφνητα
      γενική των αρίφνητων των αρίφνητων των αρίφνητων
    αιτιατική τους αρίφνητους τις αρίφνητες τα αρίφνητα
     κλητική αρίφνητοι αρίφνητες αρίφνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αρίφνητος < αρίθμητος < αριθμητός

Επίθετο

αρίφνητος, -η, -ο

  Ο πόνος θερίζει αρίφνητα σπλάχνα (Νίκος Καζαντζάκης, Γράμματα προς τη Γαλάτεια, 1920-1924)

Συγγενικά

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Εκφράσεις

«ήρθε ο λαός αρίφνητος, εγέμισεν ο τόπος». Ερωτόκριτος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.