διδασκόμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διδασκόμενος η διδασκόμενη το διδασκόμενο
      γενική του διδασκόμενου της διδασκόμενης του διδασκόμενου
    αιτιατική τον διδασκόμενο τη διδασκόμενη το διδασκόμενο
     κλητική διδασκόμενε διδασκόμενη διδασκόμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διδασκόμενοι οι διδασκόμενες τα διδασκόμενα
      γενική των διδασκόμενων των διδασκόμενων των διδασκόμενων
    αιτιατική τους διδασκόμενους τις διδασκόμενες τα διδασκόμενα
     κλητική διδασκόμενοι διδασκόμενες διδασκόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο

διδασκόμενος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.