αλληλοδιδακτικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλληλοδιδακτικό τα αλληλοδιδακτικά
      γενική του αλληλοδιδακτικού των αλληλοδιδακτικών
    αιτιατική το αλληλοδιδακτικό τα αλληλοδιδακτικά
     κλητική αλληλοδιδακτικό αλληλοδιδακτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλληλοδιδακτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αλληλοδιδακτικός

Ουσιαστικό

αλληλοδιδακτικό ουδέτερο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αλληλοδιδακτικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.