αλληλοδιδασκαλία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλληλοδιδασκαλία οι αλληλοδιδασκαλίες
      γενική της αλληλοδιδασκαλίας των αλληλοδιδασκαλιών
    αιτιατική την αλληλοδιδασκαλία τις αλληλοδιδασκαλίες
     κλητική αλληλοδιδασκαλία αλληλοδιδασκαλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλληλοδιδασκαλία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αλληλοδιδασκαλία θηλυκό

  • η αμοιβαία διδασκαλία, διδασκαλία του καθενός προς τους άλλους, κατάσταση κατά την οποία ο καθένας διδάσκει στους άλλους κάτι που γνωρίζει

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.