αλάνης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλάνης οι αλάνηδες
      γενική του αλάνη των αλάνηδων
    αιτιατική τον αλάνη τους αλάνηδες
     κλητική αλάνη αλάνηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλάνης < αλάνι + -ης < τουρκική alan

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈla.nis/

Ουσιαστικό

αλάνης αρσενικό (θηλυκό: αλάνισσα)

  1. αντισυμβατικός και αμέριμνος άνθρωπος που τριγυρίζει στους δρόμους
     συνώνυμα: αλάνι, αλανιάρης, μάγκας, μόρτης, παιδί του δρόμου, χαμίνι
  2. άνθρωπος της παρανομίας, του υποκόσμου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.