αλανιάρης
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλανιάρης | η | αλανιάρα | το | αλανιάρικο |
| γενική | του | αλανιάρη | της | αλανιάρας | του | αλανιάρικου |
| αιτιατική | τον | αλανιάρη | την | αλανιάρα | το | αλανιάρικο |
| κλητική | αλανιάρη | αλανιάρα | αλανιάρικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλανιάρηδες | οι | αλανιάρες | τα | αλανιάρικα |
| γενική | των | αλανιάρηδων | — | των | αλανιάρικων | |
| αιτιατική | τους | αλανιάρηδες | τις | αλανιάρες | τα | αλανιάρικα |
| κλητική | αλανιάρηδες | αλανιάρες | αλανιάρικα | |||
| To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αλανιάρης, -α, -ικο
Συνώνυμα
Ετυμολογία 2
- αλανιάρης < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου αλανιάρης
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αλανιάρης | οι | αλανιάρηδες |
| γενική | του | αλανιάρη | των | αλανιάρηδων |
| αιτιατική | τον | αλανιάρη | τους | αλανιάρηδες |
| κλητική | αλανιάρη | αλανιάρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
αλανιάρης αρσενικό (θηλυκό: αλανιάρα & αλανιάρισσα)
- το αλάνι
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αλάνι
Αναφορές
- αλανιάρης - Γεωργακάς, Δημήτριος Ι. A Modern Greek-English Dictionary (Νεοελληνικό-Αγγλικό Λεξικό) στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, γράμμα 'Α'
- αλανιάρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.