clochard
Γαλλικά
(fr)
Ετυμολογία
clochard
<
→
δείτε
τις
λέξεις
clocher
και
-ard
Προφορά
ΔΦΑ
: /
klɔ.ʃaʁ
/
Ουσιαστικό
γένος
ενικός
πληθυντικός
αρσενικό
clochard
clochards
θηλυκό
clocharde
clochardes
clochard
(fr)
o
αλήτης
, αυτός που περιφέρεται χωρίς μόνιμη
κατοικία
και χωρίς
δουλειά
, ο
κλοσάρ
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.