ακρινός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακρινός η ακρινή το ακρινό
      γενική του ακρινού της ακρινής του ακρινού
    αιτιατική τον ακρινό την ακρινή το ακρινό
     κλητική ακρινέ ακρινή ακρινό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακρινοί οι ακρινές τα ακρινά
      γενική των ακρινών των ακρινών των ακρινών
    αιτιατική τους ακρινούς τις ακρινές τα ακρινά
     κλητική ακρινοί ακρινές ακρινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακρινός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀκρινός < ἄκρη + -ινός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.kɾiˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακρινός

Επίθετο

ακρινός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.