ακρογωνιαίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακρογωνιαίος | η | ακρογωνιαία | το | ακρογωνιαίο |
| γενική | του | ακρογωνιαίου | της | ακρογωνιαίας | του | ακρογωνιαίου |
| αιτιατική | τον | ακρογωνιαίο | την | ακρογωνιαία | το | ακρογωνιαίο |
| κλητική | ακρογωνιαίε | ακρογωνιαία | ακρογωνιαίο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακρογωνιαίοι | οι | ακρογωνιαίες | τα | ακρογωνιαία |
| γενική | των | ακρογωνιαίων | των | ακρογωνιαίων | των | ακρογωνιαίων |
| αιτιατική | τους | ακρογωνιαίους | τις | ακρογωνιαίες | τα | ακρογωνιαία |
| κλητική | ακρογωνιαίοι | ακρογωνιαίες | ακρογωνιαία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ακρογωνιαίος, -α, -ο
- που βρίσκεται στη βάση της εξωτερικής γωνίας δύο τοίχων
- (μεταφορικά) θεμελιώδης
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
ακρογωνιαίος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.