ακρογωνιαίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακρογωνιαίος η ακρογωνιαία το ακρογωνιαίο
      γενική του ακρογωνιαίου της ακρογωνιαίας του ακρογωνιαίου
    αιτιατική τον ακρογωνιαίο την ακρογωνιαία το ακρογωνιαίο
     κλητική ακρογωνιαίε ακρογωνιαία ακρογωνιαίο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακρογωνιαίοι οι ακρογωνιαίες τα ακρογωνιαία
      γενική των ακρογωνιαίων των ακρογωνιαίων των ακρογωνιαίων
    αιτιατική τους ακρογωνιαίους τις ακρογωνιαίες τα ακρογωνιαία
     κλητική ακρογωνιαίοι ακρογωνιαίες ακρογωνιαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακρογωνιαίος < άκρος + γωνιαίος

Επίθετο

ακρογωνιαίος, -α, -ο

  1. που βρίσκεται στη βάση της εξωτερικής γωνίας δύο τοίχων
  2. (μεταφορικά) θεμελιώδης

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.