ακρογωνιαίο

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή επιθέτου

ακρογωνιαίο

  1. ακρογωνιαίος, στην αιτιατική του ενικού

ακρογωνιαίο, ουδέτερο του ακρογωνιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.