ἐμπολέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἐμπολέω < ἐν + πολέω/πολῶ

Ρήμα

ἐμπολέω

μεταγενέστερος τύπος του ἐμπολάω
  1. εμπορεύομαι
  2. πουλώ
  3. αγοράζω
     συνώνυμα: ὠνοῦμαι
  4. κερδίζω, αποκτώ
  5. αποφέρω
  6. ασχολούμαι
  7. πράττω κάτι με επιτυχία, επιτυγχάνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.