ακολουθούμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακολουθούμενος | η | ακολουθούμενη | το | ακολουθούμενο |
| γενική | του | ακολουθούμενου | της | ακολουθούμενης | του | ακολουθούμενου |
| αιτιατική | τον | ακολουθούμενο | την | ακολουθούμενη | το | ακολουθούμενο |
| κλητική | ακολουθούμενε | ακολουθούμενη | ακολουθούμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακολουθούμενοι | οι | ακολουθούμενες | τα | ακολουθούμενα |
| γενική | των | ακολουθούμενων | των | ακολουθούμενων | των | ακολουθούμενων |
| αιτιατική | τους | ακολουθούμενους | τις | ακολουθούμενες | τα | ακολουθούμενα |
| κλητική | ακολουθούμενοι | ακολουθούμενες | ακολουθούμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
ακολουθούμενος
- που τον ακολουθούν (για πρόσωπα)
- εφτασε στην δεξίωση ακολουθούμενος από τους παρατρεχάμενούς του
- που ακολουθείται, που εφαρμόζεται
- η ακολουθούμενη τακτική δεν οδηγεί πουθενά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.