ακολουθούμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακολουθούμενος η ακολουθούμενη το ακολουθούμενο
      γενική του ακολουθούμενου της ακολουθούμενης του ακολουθούμενου
    αιτιατική τον ακολουθούμενο την ακολουθούμενη το ακολουθούμενο
     κλητική ακολουθούμενε ακολουθούμενη ακολουθούμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακολουθούμενοι οι ακολουθούμενες τα ακολουθούμενα
      γενική των ακολουθούμενων των ακολουθούμενων των ακολουθούμενων
    αιτιατική τους ακολουθούμενους τις ακολουθούμενες τα ακολουθούμενα
     κλητική ακολουθούμενοι ακολουθούμενες ακολουθούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακολουθούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα ακολουθώ


Μετοχή

ακολουθούμενος

  1. που τον ακολουθούν (για πρόσωπα)
    εφτασε στην δεξίωση ακολουθούμενος από τους παρατρεχάμενούς του
  2. που ακολουθείται, που εφαρμόζεται
    η ακολουθούμενη τακτική δεν οδηγεί πουθενά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.