παρατρεχάμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παρατρεχάμενος | η | παρατρεχάμενη | το | παρατρεχάμενο |
| γενική | του | παρατρεχάμενου | της | παρατρεχάμενης | του | παρατρεχάμενου |
| αιτιατική | τον | παρατρεχάμενο | την | παρατρεχάμενη | το | παρατρεχάμενο |
| κλητική | παρατρεχάμενε | παρατρεχάμενη | παρατρεχάμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παρατρεχάμενοι | οι | παρατρεχάμενες | τα | παρατρεχάμενα |
| γενική | των | παρατρεχάμενων | των | παρατρεχάμενων | των | παρατρεχάμενων |
| αιτιατική | τους | παρατρεχάμενους | τις | παρατρεχάμενες | τα | παρατρεχάμενα |
| κλητική | παρατρεχάμενοι | παρατρεχάμενες | παρατρεχάμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παρατρεχάμενος < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος παρατρέχω < αρχαία ελληνική παρατρέχω
Ουσιαστικό
παρατρεχάμενος αρσενικό (θηλυκό παρατρεχάμενη)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.