σκέπασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκέπασμα τα σκεπάσματα
      γενική του σκεπάσματος των σκεπασμάτων
    αιτιατική το σκέπασμα τα σκεπάσματα
     κλητική σκέπασμα σκεπάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκέπασμα < σκεπάζω

Ουσιαστικό

σκέπασμα ουδέτερο

  1. το καπάκι
  2. κουβέρτα ή σεντόνι, κλινοσκέπασμα
  3. η ενέργεια του σκεπάζω (καλύπτω)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.