αιωρούμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αιωρούμενος | η | αιωρούμενη | το | αιωρούμενο |
| γενική | του | αιωρούμενου | της | αιωρούμενης | του | αιωρούμενου |
| αιτιατική | τον | αιωρούμενο | την | αιωρούμενη | το | αιωρούμενο |
| κλητική | αιωρούμενε | αιωρούμενη | αιωρούμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αιωρούμενοι | οι | αιωρούμενες | τα | αιωρούμενα |
| γενική | των | αιωρούμενων | των | αιωρούμενων | των | αιωρούμενων |
| αιτιατική | τους | αιωρούμενους | τις | αιωρούμενες | τα | αιωρούμενα |
| κλητική | αιωρούμενοι | αιωρούμενες | αιωρούμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αιωρούμενος < μετοχή ενεστώτα του ρήματος αιωρούμαι, όπως αρχαία ελληνική αἰωρούμενος
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.oˈɾu.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐ω‐ρού‐με‐νος
Πηγές
- αιωρούμενος, αιρώ - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αιρούμαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αιρούμαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.