αιωρούμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιωρούμενος η αιωρούμενη το αιωρούμενο
      γενική του αιωρούμενου της αιωρούμενης του αιωρούμενου
    αιτιατική τον αιωρούμενο την αιωρούμενη το αιωρούμενο
     κλητική αιωρούμενε αιωρούμενη αιωρούμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιωρούμενοι οι αιωρούμενες τα αιωρούμενα
      γενική των αιωρούμενων των αιωρούμενων των αιωρούμενων
    αιτιατική τους αιωρούμενους τις αιωρούμενες τα αιωρούμενα
     κλητική αιωρούμενοι αιωρούμενες αιωρούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αιωρούμενος < μετοχή ενεστώτα του ρήματος αιωρούμαι, όπως αρχαία ελληνική αἰωρούμενος

Προφορά

ΔΦΑ : /e.oˈɾu.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αιωρούμενος

Μετοχή

αιωρούμενος, -η, -ο μετοχή παθητικού ενεστώτα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.