sport
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| sport | sports |
Ουσιαστικό
sport (en)
- Κατηγορία:Αθλητισμός (αγγλικά) στο Βικιλεξικό
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| sport | sports |
Ετυμολογία
- sport < (άμεσο δάνειο) αγγλική sport
- Κατηγορία:Αθλητισμός (γαλλικά) στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.