αδιαφόρετος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδιαφόρετος η αδιαφόρετη το αδιαφόρετο
      γενική του αδιαφόρετου της αδιαφόρετης του αδιαφόρετου
    αιτιατική τον αδιαφόρετο την αδιαφόρετη το αδιαφόρετο
     κλητική αδιαφόρετε αδιαφόρετη αδιαφόρετο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδιαφόρετοι οι αδιαφόρετες τα αδιαφόρετα
      γενική των αδιαφόρετων των αδιαφόρετων των αδιαφόρετων
    αιτιατική τους αδιαφόρετους τις αδιαφόρετες τα αδιαφόρετα
     κλητική αδιαφόρετοι αδιαφόρετες αδιαφόρετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αδιαφόρετος < μεσαιωνική ελληνική αδιαφόρετος < (ελληνιστική κοινή) ἀδιαφόρητος

Επίθετο

αδιαφόρετος, -η, -ο

  1. που δεν αποφέρει κάτι σε κάποιον, που γίνεται χωρίς όφελος
     συνώνυμα: ανωφελής, ανώφελος, ασύμφορος, άχρηστος
     αντώνυμα: συμφερτικός
  2. που δεν αποφέρει τόκο
  3. αδιάφορος
  4. άχρηστος
  5. αξεδιάλυτος
  6. (ιδιωματικό) μακαρίτης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.